wydawnictwo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˌvɨdavʲˈɲit͡s̑tfɔ/
 

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

wydawnictwo (pl) < wydawać (pl)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

wydawnictwo (pl) ουδέτερο

  1. οι "εκδόσεις", ο εκδοτικός οίκος
  2. η έκδοση (βιβλίο ή άλλο εκδοθέν έντυπο εκδοτικού οίκου)
    kupiłem bardzo ładne kolorowe wydawnictwo na temat papug - αγόρασα μια πάρα πολύ ωραία έγχρωμη έκδοση για τους παπαγάλους
     συνώνυμα:
    publikacja

Συγγενικά

[επεξεργασία]