wykład

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈvɨkwat/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

wykład (pl) αρσενικό

  1. η διάλεξη
  2. το μάθημα (σε βαθμίδες της εκπαίδευσης που δίνεται κυρίως με μορφή διαλέξεως)

Συγγενικά[επεξεργασία]