wykładowy

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

wykładowy (pl) < από τη λέξη wykład (pl)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˌvɨkwaˈdɔvɨ/

Επίθετο[επεξεργασία]

wykładowy (pl)

  1. σχετικός με τη διάλεξη
    sala wykładowa była pełna - η αίθουσα διαλέξεων ήταν γεμάτη