wykładowy
Εμφάνιση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˌvɨkwaˈdɔvɨ/
Επίθετο
[επεξεργασία]wykładowy (pl)
- σχετικός με τη διάλεξη
- sala wykładowa była pełna - η αίθουσα διαλέξεων ήταν γεμάτη