wykrzyknik

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

wykrzyknik (pl) αρσενικό

  1. το θαυμαστικό (σημείο στίξης)
  2. (γραμματική) το επιφώνημα (μέρος του λόγου)