wymioty
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
wymioty (pl) μη αρρενοπροσωπικό, μόνο στον πληθυντικό
- ο εμετός
- η ενέργεια
- το υλικό που αποβάλλεται, το έμεσμα
wymioty (pl) μη αρρενοπροσωπικό, μόνο στον πληθυντικό