wypełniony
Εμφάνιση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]wypełniony < wypełniać
Επίθετο
[επεξεργασία]wypełniony (pl)
- συμπληρωμένος, που τον έχουν συμπληρώσει, γεμάτος
- wysłanie wypełnionej ankiety do niczego nie zobowiązuje - η αποστολή του συμπληρωμένου ερωτηματολογίου δεν υποχρεώνει σε τίποτε