Μετάβαση στο περιεχόμενο

wypełniony

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

wypełniony < wypełniać

Επίθετο

[επεξεργασία]

wypełniony (pl)

  1. συμπληρωμένος, που τον έχουν συμπληρώσει, γεμάτος
    wysłanie wypełnionej ankiety do niczego nie zobowiązuje - η αποστολή του συμπληρωμένου ερωτηματολογίου δεν υποχρεώνει σε τίποτε