wypiek

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

wypiek (pl) αρσενικό

  1. το αρτοσκεύασμα
  2. (οικείο) το κοκκίνισμα (του προσώπου)