wzór
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
wzór (pl) αρσενικό
- (στις θετικές επιστήμες) ο τύπος