xylocope
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
xylocope | xylocopes |
Επίθετο[επεξεργασία]
xylocope (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- πχ abeille xylocope
ενικός | πληθυντικός |
xylocope | xylocopes |
xylocope (fr) αρσενικό ή θηλυκό