xylographique
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
xylographique | xylographiques |
Επίθετο
[επεξεργασία]xylographique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
xylographique | xylographiques |
xylographique (fr) αρσενικό ή θηλυκό