yüzmek

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /jyzˈmɛc/

yüzmek (tr)

  1. κολυμπώ
  2. γδέρνω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • yüzdük yüzdük kuyruğuna geldik: (κυριολεκτικά: γδάραμε, γδάραμε και φτάσαμε στην ουρά του) έχουμε καταβάλει τόση προσπάθεια μέχρι τώρα και επί του παρόντος βρισκόμαστε στις τελευταίες φάσεις