yabancı

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

yabancı < yaban + -cı

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /jɑbɑnˈd͡ʒɯ/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

yabancı (tr)

  • ο ξένος
    Annem yabancılarla konuşmamamı söyledi. - Η μαμά μου είπε να μην μιλάω σε ξένους.

Κλίση[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

yabancı (tr)

  1. ξένος, που προέρχεται από άλλο τόπο
  2. ξένος, που προέρχεται από ή ανήκει σε ή χαρακτηρίζει άλλη χώρα
    yabancı dil - ξένη γλώσσα
  3. ξένος, που δεν μου ταιριάζει ή δεν είμαι εξοικειωμένος μαζί του