Μετάβαση στο περιεχόμενο

yack

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

yack (fr) ή yak αρσενικό

  • γιακ, βοοειδές των Ιμαλαΐων και του Νεπάλ