yarn
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
yarn (en)
- νήμα πλεκτικής
- εξιστόρηση, ιστορία, συνήθως υπερβολική
Ρήμα[επεξεργασία]
yarn (en)
- λέω ιστορίες
yarn (en)
yarn (en)