yatay
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- yatay < παλαιά τουρκικά (ρίζα) yat- (σκύβω, γέρνω, απ’ όπου προκύπτουν και οι συγγενικές λέξεις yatmak (ξαπλώνω), yatak (κρεβάτι), yatağan (γιαταγάνι) κ.λπ.)
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
yatay (tr)