yearly
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
yearly (en) (χωρίς παραθετικά)
- ετήσιος (που συμβαίνει μια φορά το χρόνο)