Μετάβαση στο περιεχόμενο

yogurt

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
yogurt yogurts

yogurt (en)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
yogurt < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική یوغورت (yoğurt‎)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

yogurt (it) αρσενικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]