yol arkadaşı

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

yol arkadaşı < yol & arkadaş

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /jɔɫ ɑɾkɑdɑˈʃɯ/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

yol arkadaşı (tr)

  • ο συνοδοιπόρος, αυτός με τον οποίο βαδίζεις μαζί, ο σύντροφος σε μια διαδρομή.

Κλίση[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]