yolcu
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- yolcu < yol (δρόμος) + -cu
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ↷ νέα ελληνικά: γιολτζής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
yolcu (tr)
- ο ταξιδιώτης, η ταξιδιώτισσα