yoldaş

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

yoldaş < yol + -daş

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /jɔɫˈdɑʃ/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

yoldaş

  1. ο συνοδοιπόρος, αυτός με τον οποίο βαδίζεις μαζί, ο σύντροφος σε μια διαδρομή.
     συνώνυμα: yol arkadaşı
  2. (πολιτική) συνοδοιπόρος, το συντρόφι, ο σύντροφος / η συντρόφισσα, προσφώνηση μελών σοσιαλιστικών ή κομμουνιστικών κομμάτων.

Κλίση[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]