yourself

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

yourself < your + -self

Αντωνυμία[επεξεργασία]

yourself (en) (ενικός, αυτοπαθής αντωνυμία του you) πληθυντικός: yourselves

  1. τον εαυτό σου
    Don’t delude yourself.
    Μην κοροϊδεύεις τον εαυτό σου.
  2. (εμφατικό) ο ίδιος/η ίδια
    Did you, yourself, see him?
    Εσύ, ο ίδιος, τον είδες;

Πηγές[επεξεργασία]

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 255. ISBN 9780194325684. , λήμμα: εαυτός

Δείτε επίσης[επεξεργασία]