yttrique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
yttrique | yttriques |
Επίθετο[επεξεργασία]
yttrique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- σχετικός με το ύτριο
ενικός | πληθυντικός |
yttrique | yttriques |
yttrique (fr) αρσενικό ή θηλυκό