yumurtalık
Εμφάνιση
Τουρκικά (tr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /jʊmʊɾtɑˈɫɯk/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]yumurtalık (tr)
- (ανατομία) η ωοθήκη
- (κουζινικά) η αβγουλιέρα
yumurtalık (tr)