złotówka
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- złotówka < złoty
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
złotówka (pl) θηλυκό
- (λαϊκότροπο) το ζλότι
- (γενικότερα) η νομισματική μονάδα ζλότι
- (ειδικότερα) το νόμισμα του ενός ζλότι