złotówka

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

złotówka < złoty

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

złotówka (pl) θηλυκό

  1. (λαϊκότροπο) το ζλότι
    (γενικότερα) η νομισματική μονάδα ζλότι
    (ειδικότερα) το νόμισμα του ενός ζλότι