zafferano

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

zafferano (it) αρσενικό

  1. σαφράν είδος χρώματος, κιτρινωπό
  2. (μεταφορικά) αγόρασα ένα αυτοκίνητο (χρώματος) σαφράν

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

zafferano (it) αρσενικό

  1. (φυτό) κρόκος, ζαφορά ποώδες πολυετές φυτό που χρησιμοποιείται στην μαγειρική και φαρμακευτική αποξηραμένο και αλεσμένο σε κρόκους
  2. (πτηνό) είδος γλάρου με φτερά χρώματος σαφράν