zakup
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]zakup (pl) αρσενικό
- η αγορά (απόκτηση ενός αγαθού έναντι κάποιου τιμήματος)
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]zakup (pl) αρσενικό
- β' ενικό προστακτικής του ρήματος zakupić: αγόρασε