zamknięty
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
zamknięty (pl) < μετοχή του παρελθόντα χρόνου του τετελεσμένου ρήματος zamknąć (pl)
Μετοχή[επεξεργασία]
zamknięty (pl)
Κλίση[επεξεργασία]
Κλίση του επιθέτου zamknięty στα πολωνικά