zapping

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

zapping (en) (οικείο).

  • Το να παίζει κανείς με το τηλεχειριστήριο, το να αλλάζει κανάλια διαρκώς.

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

zapper