zastępca

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

zastępca < zastępować

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

zastępca (pl) αρσενικό

  1. ο αναπληρωτής
  2. ο αντικαταστάτης

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ δείτε τις λέξεις zastępować και zastąpić