zastępca
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
zastępca < zastępować
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
zastępca (pl) αρσενικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ δείτε τις λέξεις zastępować και zastąpić