zbiorowy

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

zbiorowy (pl)

  1. ομαδικός, που γίνεται από κάποιο σύνολο πραγμάτων ή ανθρώπων
  2. (γλωσσολογία) περιληπτικός, που χρησιμοποιείται στον ενικό για να δηλώσει σύνολο

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη zbiór