zbiorowy
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
zbiorowy (pl)
- ομαδικός, που γίνεται από κάποιο σύνολο πραγμάτων ή ανθρώπων
- (γλωσσολογία) περιληπτικός, που χρησιμοποιείται στον ενικό για να δηλώσει σύνολο
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ δείτε τη λέξη zbiór