zebranie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | zebranie | zebrania |
γενική | zebrania | zebrań |
δοτική | zebraniu | zebraniom |
αιτιατική | zebranie | zebrania |
οργανική | zebraniem | zebraniami |
τοπική | zebraniu | zebraniach |
κλητική | zebranie | zebrania |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
zebranie < zebrać
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
zebranie (pl) ουδέτερο
- η συνέλευση
- η συγκέντρωση, το μάζεμα υλικών