Μετάβαση στο περιεχόμενο

zebranie

Από Βικιλεξικό
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική zebranie zebrania
γενική zebrania zebrań
δοτική zebraniu zebraniom
αιτιατική zebranie zebrania
οργανική zebraniem zebraniami
τοπική zebraniu zebraniach
κλητική zebranie zebrania

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

zebranie < zebrać

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

zebranie (pl) ουδέτερο

  1. η συνέλευση
  2. η συγκέντρωση, το μάζεμα υλικών