zestaw

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈzɛstaf/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

zestaw (pl) αρσενικό

  1. το σετ (σύνολο πραγμάτων)
  2. η συλλογή, η ανθολογία

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

zestaw (pl)

  • β΄ ενικό πρόσωπο της προστακτικής του ρήματος zestawić