zgwałcenie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | zgwałcenie | zgwałcenia |
γενική | zgwałcenia | zgwałceń |
δοτική | zgwałceniu | zgwałceniom |
αιτιατική | zgwałcenie | zgwałcenia |
οργανική | zgwałceniem | zgwałceniami |
τοπική | zgwałceniu | zgwałceniach |
κλητική | zgwałcenie | zgwałcenia |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
zgwałcenie (pl) ουδέτερο
- ο βιασμός