zinco
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά
(it)
[
επεξεργασία
]
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
zinco
(it)
αρσενικό
(
χημεία
) ο
ψευδάργυρος
Κατηγορίες
:
Ιταλική γλώσσα
Ουσιαστικά (ιταλικά)
Αντίστροφο λεξικό (ιταλικά)
Χημεία (ιταλικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
Νέα συντακτών
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Get shortened URL
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
Asturianu
Azərbaycanca
Català
Čeština
Deutsch
English
Esperanto
Español
Euskara
Suomi
Français
Magyar
Ido
Italiano
日本語
Kurdî
Latina
Limburgs
Lietuvių
Malagasy
Norsk nynorsk
Occitan
Polski
Português
Română
Русский
Svenska
ไทย
Tagalog
Türkçe
Vèneto
Tiếng Việt
Volapük
中文