zitten
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
zitten (nl) (αόριστος : zat (πλ:zaten), παθ. μτχ. : gezeten)
- κάθομαι, είμαι καθισμένος