zmienna
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
zmienna < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου zmienny
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
zmienna (pl) θηλυκό
- (μαθηματικά) η μεταβλητή
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
zmienna (pl)
- θηλυκό του zmienny, στην ονομαστική και την κλητική του ενικού