znajoma
Εμφάνιση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]znajoma (pl) θηλυκό
- η γνωστή
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]znajoma (pl)
- ονομαστική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του znajomy