znak
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
znak < πρωτοσλαβική znakъ
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
znak (pl) αρσενικό
- το σήμα:
- κάποια πινακίδα ή κάποιο γνωστό σχέδιο
- κάποιος ήχος ή χειρονομία που έχουμε προηγουμένως συμφωνήσει
- (γραμματική) το σημείο
- (μαθηματικά) το πρόσημο