znak

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

znak < πρωτοσλαβική znakъ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /znak/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

znak (pl) αρσενικό

  1. το σήμα:
    • κάποια πινακίδα ή κάποιο γνωστό σχέδιο
    • κάποιος ήχος ή χειρονομία που έχουμε προηγουμένως συμφωνήσει
  2. (γραμματική) το σημείο
  3. (μαθηματικά) το πρόσημο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]