zorgigi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ρήμα zorgigi | |||
χρόνος | μορφή | ενεργητική μετοχή |
παθητική μετοχή |
---|---|---|---|
ενεστώτας | zorgigas | zorgiganta | zorgigata |
αόριστος | zorgigis | zorgiginta | zorgigita |
μέλλοντας | zorgigos | zorgigonta | zorgigota |
υποθετική | zorgigus | - | - |
προστακτική | zorgigu | - | - |
zorgigi (eo)
- κάνω κάποιον να ανησυχήσει