zoulou
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | zoulou | zoulous |
θηλυκό | zouloue | zouloues |
zoulou (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
zoulou (fr) αρσενικό άκλιτο
- η γλώσσα ζουλού