zufällig

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίρρημα

[επεξεργασία]

zufällig (de)

hast du zufällig ein Euro? - μήπως τυχόν έχεις ένα ευρώ;