zulo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | zulo | zuloj |
αιτιατική | zulon | zulojn |
zulo (eo)
- η κρυψώνα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | zulo | zuloj |
αιτιατική | zulon | zulojn |
zulo (eo)