zumado
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | zumado | zumadoj |
αιτιατική | zumadon | zumadojn |
zumado (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | zumado | zumadoj |
αιτιατική | zumadon | zumadojn |
zumado (eo)