zusammenfalten

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ρήμα[επεξεργασία]

zusammenfalten (de)

  1. διπλώνω
    er faltete die Zeitung zusammen - δίπλωσε την εφημερίδα