zusammenfalten
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
zusammenfalten (de)
- διπλώνω
- er faltete die Zeitung zusammen - δίπλωσε την εφημερίδα
zusammenfalten (de)