Μετάβαση στο περιεχόμενο

zwrot

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

zwrot < zwracać

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

zwrot (pl) αρσενικό

  1. η στροφή, η αλλαγή κατεύθυνσης
    statek wykonał zwrot w prawo - το πλοίο έκανε στροφή προς τα δεξιά
  2. η φράση

Συγγενικά

[επεξεργασία]