zyeuter
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- zyeuter < les yeux (το 'z' εμφανίζεται προφορικά)
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
zyeuter (fr)
- (οικείο) κοιτάζω, κόβω μάτι, κρυφοκοιτάζω
- Il n'a pas arrêté de la zyeuter. - Δε σταμάτησε να την κρυφοκοιτάζει.