ΑΟΟΑ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Συντομομορφή[επεξεργασία]

Α.Ο.Ο.Α. αρσενικό αρκτικόλεξο

  • Αυτόνομος Οικοδομικός Οργανισμός Αξιωματικών