ΑΠ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ΑΠ <  : Αγνώστου Πατρός
ΑΠ <  : Αστυνομία Πόλεων
ΑΠ <  : Άρειος Πάγος

Συντομομορφή[επεξεργασία]

Α.Π. θηλυκό, αρσενικό άκλιτο αρκτικόλεξο