Αγησίλαος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Αγησίλαος | οι | Αγησίλαοι |
γενική | του | Αγησίλαου & Αγησιλάου |
των | Αγησίλαων & Αγησιλάων |
αιτιατική | τον | Αγησίλαο | τους | Αγησίλαους & Αγησιλάους |
κλητική | Αγησίλαε | Αγησίλαοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Αγησίλαος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Ἄγησίλαος < ἄγω + λαός (άγω τον λαό)
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Αγησίλαος αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις - ονόματα από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - ονόματα από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά ονόματα με επίθημα -λαος (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά ονόματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)