Βαγγελίστρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Βαγγελίστρα | οι | Βαγγελίστρες |
γενική | της | Βαγγελίστρας | — | |
αιτιατική | τη | Βαγγελίστρα | τις | Βαγγελίστρες |
κλητική | Βαγγελίστρα | Βαγγελίστρες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Βαγγελίστρα < Ευαγγελίστρια • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Βαγγελίστρα θηλυκό
- (προσφώνηση, λαϊκότροπο, θρησκεία) προσφώνηση της Παναγίας και (συνεκδοχικά) η Παναγία
- στη φράση: Βαγγελίστρα μου!'
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Προσφωνήσεις (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)